- θειαφώνω
- [θειάφι]θειαφίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θειαφίζω — και θειαφώνω [θειάφι] 1. ρίχνω θειάφι στα φύλλα φυτού 2. εκθέτω κάτι, για απολύμανση, στον καπνό θειαφιού που καίγεται («θειαφίζω τα βαρέλια μου») … Dictionary of Greek